ασαγήνευτος

ασαγήνευτος
-η, -ο
αυτός που δεν πιάστηκε στο δίχτυ, αδελέαστος, ασυγκίνητος: Κανείς δεν έμεινε ασαγήνευτος από την ομορφιά της γυναίκας αυτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασαγήνευτος — η, ο (AM ἀσαγήνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ νεοελλ. 1. ο ασυγκίνητος 2. ο αδελέαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”